- εικαίος
- εἰκαῑος, -α, -ον (Α) [εικῄ]1. μάταιος, άσκοπος2. (για πράγμ.) κοινός, τυχαίος3. (για πρόσ.) απερίσκεπτος, ορμητικός4. ασήμαντος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰκαῖος — without aim masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαῖον — εἰκαῖος without aim masc acc sg εἰκαῖος without aim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαῖα — εἰκαῖος without aim neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαῖαι — εἰκαῖος without aim fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαῖοι — εἰκαῖος without aim masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαιότερον — εἰκαῑότερον , εἰκαῖος without aim adverbial comp εἰκαῑότερον , εἰκαῖος without aim masc acc comp sg εἰκαῑότερον , εἰκαῖος without aim neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαιοτάτων — εἰκαῑοτάτων , εἰκαῖος without aim fem gen superl pl εἰκαῑοτάτων , εἰκαῖος without aim masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαιοτέραις — εἰκαῑοτέραις , εἰκαῖος without aim fem dat comp pl εἰκαῑοτέρᾱͅς , εἰκαῖος without aim fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαιοτέρας — εἰκαῑοτέρᾱς , εἰκαῖος without aim fem acc comp pl εἰκαῑοτέρᾱς , εἰκαῖος without aim fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαιοτέρων — εἰκαῑοτέρων , εἰκαῖος without aim fem gen comp pl εἰκαῑοτέρων , εἰκαῖος without aim masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)